Πολλοί διαβάζοντας τον τίτλο θα πουν ότι το timing είναι ακατάλληλο λίγο πριν την ανακοίνωση των εισακτέων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ και άλλοι τόσοι -για δικούς τους λόγους- ότι είναι κατάλληλο. Σπεύδω λοιπόν να πω σε όλους ότι έχω θέσει το θέμα από θέση ειδικού ήδη την τελευταία τουλάχιστον πενταετία δημόσια στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, σε επιμορφωτικές ημερίδες εκπαιδευτικών και φυσικά σε θεσμικούς φορείς και απάντηση δεν έχω λάβει. Βέβαια μια εκδοχή θα ήταν γιατί όλα είναι ΟΚ και μόνο εγώ τα φαντάζομαι ή γιατί κάποιοι που γνωρίζουν καλύτερα το θέμα εκτιμούν πως είναι σωστό να γίνεται έτσι.
Δεν έχω φυσικά καμία πρόθεση να στραφώ κατά των συναδέλφων μου (είμαι ενεργός εκπαιδευτικός/φιλόλογος επί 29 έτη με συγκεκριμένη ταυτότητα στο χώρο) ούτε των θεσμικών φορέων. Αποφάσισα να παρέμβω και από εδώ, συνεχίζοντας μια σειρά παλαιότερων άρθρων, με σκοπό να απευθυνθώ σε ένα ευρύτερο κοινό και να το ευαισθητοποιήσω για το θέμα, υπενθυμίζοντας πως οι Πανελλαδικές Εξετάσεις συνδέονται με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των υποψηφίων για ίσες ευκαιρίες και δίκαια αξιολόγηση, κάτι που δε χρειάζεται να είμαστε νομικοί ούτε για να το διατυπώσουμε σωστά, ούτε φυσικά και για να το αντιληφθούμε. Βέβαια, το θέμα που τίθεται εδώ δεν είναι “νομικό”, γιατί πολλοί πριν από εμένα άλλωστε θα το είχαν θίξει. Αντίθετα, υπάρχει διαδικασία διεξαγωγής της εξέτασης που τηρείται επακριβώς και διαδικασία βαθμολόγησης με την πρόβλεψη για 2 (+1?) βαθμολογητές, λαμβανομένου υπόψη του ανθρώπινου παράγοντα. Σε αυτά θα προσθέσω και τις οδηγίες που αποστέλλει στα βαθμολογικά κέντρα η ΚΕΕ, με σκοπό να ενισχύσει την ασφάλεια της αξιολόγησης, για τις οποίες οδηγίες έχω τοποθετηθεί και δημόσια όταν χρειάστηκε, με μόνο σκοπό τη στήριξη του -ομολογουμένως- πολύ δύσκολου έργου των συναδέλφων και την ασφάλεια των μαθητών.
Ίσως έχετε λοιπόν απορήσει γιατί γράφεται αυτό το άρθρο. Μα γιατί ένας παράγοντας ολοφάνερα μας διαφεύγει, και τον έχω επισημάνει ήδη δημόσια. Οι εκπαιδευτικοί του δημοσίου σχολείου αυτονόητα είναι κάτοχοι τίτλων σπουδών που τους αποδόθηκαν από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και φυσικά αξιολογούνται από τους προϊσταμένους τους και από τους Σχολικούς Συμβούλους με διαδικασίες καταλληλότητας που δεν έχω πρόθεση να αμφισβητήσω. Όμως, πρέπει κάποιος να απαντήσει στο πρόβλημα που επανέρχεται προς συζήτηση κάθε χρόνο, αυτό των μεγάλων αποκλίσεων στις βαθμολογίες. Αυτή τη συζήτηση λοιπόν ας μην την κάνω πρώτος εγώ, που εύκολα θα κατηγορηθώ από πολλούς συναδέλφους μου για μια ακόμα φορά για τις θέσεις μου. Ας την ακούσουμε ως εύλογη απορία και συχνά οργή που διατυπώνεται κάθε χρόνο από όλους εσάς, τους μαθητές, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, που δε μπορείτε να δεχθείτε -όπως μαθαίνω- το 11 και το 18, το 65 και το 100, και άλλα τέτοια «μεμονωμένα» και «τυχαία» παραδείγματα, που μάλλον μόνο εμένα απασχολούν μετά από λίγο.
Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι διαδικασία ύψιστης θεσμικής σημασίας, γι΄αυτό και η αξιολόγηση των γραπτών πρέπει να γίνεται από ανάλογης ποιότητας θεσμικά συγκροτημένο σώμα. Αυτό σημαίνει τον σοβαρό προβληματισμό των αρμοδίων για ένα θέμα που σίγουρα δεν είναι μόνο δικό μου πρόβλημα, την εύλογη σχετική σταθερότητα του αριθμού/μελών του σώματος βαθμολογητών, και φυσικά τις διαδικασίες επιλογής και ιδιαίτερα εκπαίδευσής του σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια του έτους. Η Πολιτεία έχει τον τρόπο και τα μέσα να καθορίσει τι σημαίνει εκπαίδευση βαθμολογητών και να την υλοποιήσει, και έχω θέσει εδώ και πολύ καιρό την εμπειρία μου ανιδιοτελώς στη διάθεση των αρμοδίων, αν πρόκειται να αλλάξουμε κάτι.
Βέβαια, όταν κατά καιρούς συζητήθηκε το θέμα αυτό σε φιλολογικούς κύκλους στα γνωστά περιβάλλοντα των κοινωνικών δικτύων, δεν ήταν λίγοι οι συνάδελφοι που υποστήριξαν ότι δε χρειάζεται εκπαίδευση/επιμόρφωση αναφορικά με τη βαθμολόγηση και η έλλειψή της δεν αποτελεί πρόβλημα. Οι ενδεχόμενες σκέψεις που -κατά τη γνώμη μου- οδηγούν σε αυτή την άποψη είναι είτε η θεώρηση ότι υπάρχει δεδομένη επάρκεια γνωστικών εφοδίων, κάτι που αντιβαίνει στην αυτονόητη ανάγκη διαρκούς επιμόρφωσης λόγω των ιδίων των απαιτήσεων που διευρύνονται, είτε -κι αυτό θα ήταν άκρως ανησυχητικό- μια λανθάνουσα σκέψη ότι ο βαθμολογητής την ώρα της διόρθωσης του γραπτού πράττει κατά βούληση, γεγονός που φυσικά δεν τολμώ να σκεφθώ, γιατί θέτει θέματα συνείδησης, ηθικής, νόμων, και μας οδηγεί συνακόλουθα σε άλλες σκέψεις περί αμφισβήτησης της διαδικασίας αξιολόγησης, άρα και εγκατάλειψής της. Θεωρώ πως όλα τα παραπάνω πρέπει να μας απασχολήσουν σοβαρά ως κλάδο, όχι γιατί αρέσουν σε μένα, αλλά γιατί -σε κάθε περίπτωση- η ασφάλεια της αξιολόγησης δε μπορεί να εξαρτάται μόνο από μια αίτηση και τη διδασκαλία του μαθήματος στη Γ΄Λυκείου!